-Είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι, τι είναι αυτά τα πράγματα; Είπε έξαλλη η γυναίκα.
-Μα κυρία μου, σας είχα δώσει μια λίστα με όλα τα έγγραφα που χρειαζόμαστε. Εσείς δεν μου φέρατε ούτε τα μισά!
-Ε και τι πειράζει; Θα σας φέρω τα υπόλοιπα χαρτιά αργότερα!
-Δυστυχώς εάν δεν έχω όλα τα απαραίτητα έγγραφα, δεν μπορώ να προχωρήσω!
Η κυρία σηκώθηκε να φύγει έξαλλη.
-Έτσι είστε όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν θέλετε να εξυπηρετήσετε! Είπε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του γραφείου πίσω της.
Ο Ντάνιελ Ρόου από τα νεύρα του έσπασε το στυλό που κρατούσε στα χέρια του. Ήταν η πρώτη μέρα δουλειάς στον Δήμο του Boxhall και δεν ξεκινούσε καθόλου καλά. Ήταν πεπεισμένος ότι όλοι οι περίεργοι της πόλης περίμεναν να γυρίσει από την άδεια για να παρελάσουν από το γραφείο του. Πήρε ένα μωρομάντιλο και προσπάθησε να βγάλει το μελάνι που είχε λερώσει το χέρι του. Χτύπησε η πόρτα. Ο Ντάνιελ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ποιος ήξερε τι τον περιμένει πάλι;
-Ο καφές σας κύριε Ρόου! Ακούστηκε μια φωνή ενώ άνοιγε η πόρτα.
-Μπράντ! Πέρασε μέσα! Απάντησε ανακουφισμένος ο Ντάνιελ.
Ο Μπράντ άφησε το καφέ και ένα σοκολατάκι στο γραφείο του.
-Και ένα σοκολατάκι να σε γλυκάνουμε! Μια και επέστρεψες πρώτη μέρα…
-Ωωω! Ευχαριστώ! Τα χρήματα είναι εδώ, γέμισα το χέρι μου με μελάνι… απολογήθηκε ο Ντάνιελ.
Ο Μπραντ χαμογέλασε ευγενικά και έφυγε. Επιτέλους. Καφές. Τον ανακάτεψε σχεδόν τελετουργικά με το καλαμάκι. Ήπιε μια γουλιά. Ένιωσε κατευθείαν την καφεΐνη να κυλάει σε κάθε νευρικό του κύτταρο. Τα μάτια του άνοιξαν. Τώρα άρχισε η μέρα να γίνεται πολύ καλύτερη. Χαμογέλασε. Ένιωσε πως τώρα μπορεί να αντιμετωπίσει τα πάντα. Με το καθαρό του χέρι άνοιξε το σοκολατάκι να το φάει. Ξετυλίγοντας το, είδε ένα χαρτάκι, είναι από εκείνα που έχουν ένα μήνυμα μέσα. Το άνοιξε και το διάβασε.
«Λερωμένα χέρια αλλά καθαρή ψυχή»
Ο Ντάνιελ Ρόου κοίταξε το χέρι του και πάγωσε.