To ελαφρύ δροσερό αεράκι είχε κατεβάσει τις υψηλές θερμοκρασίες στο Boxhall και ο Ντάνιελ Ρόου απολάμβανε την θάλασσα στο Palm Beach. Έβαλε την μάσκα του και έκανε μια βουτιά για να εξερευνήσει τον βυθό. Τα ψάρια φεύγαν τρομαγμένα και μπορούσε να δει στην άμμο την σκιά από τον ελαφρύ κυματισμό της θάλασσας. Τίποτα όμως ενδιαφέρον. Ανεβαίνοντας στην επιφάνεια, πήγε να βγει το μαύρο μαγιό του, αλλά με μια γρήγορη κίνηση το σήκωσε. Τίναξε τα μαλλιά του και κοίταξε τα δάχτυλά του που είχαν μουλιάσει. Ήταν η ώρα να βγει, άλλωστε είχε πεινάσει κιόλας. Άρχισε να περπατάει σιγά σιγά προς τα έξω όταν στην άκρη του ματιού του κάτι του τράβηξε την προσοχή. Ένα γυάλινο μπουκάλι που το κύμα και το αεράκι έφερνε προς το μέρος του. Καθώς πλησίαζε είδε πως μέσα στο μπουκάλι υπήρχε ένα χαρτί.
Τα μάτια του έλαμψαν. Στον βυθό έψαχνε κάτι ενδιαφέρον, στην επιφάνεια το βρήκε. Το άρπαξε και βγήκε γρήγορα από την θάλασσα. Πήγε στην ξαπλώστρα του και επεξεργάστηκε το μπουκάλι. Ευτυχώς δεν είχε περάσει νερό μέσα και το χαρτί είχε κιτρινίσει λίγο από τον ήλιο. Ποιος ξέρει πόσο καιρό ταξίδευε στη θάλασσα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Άνοιξε το μπουκάλι με προσοχή , έβγαλε με αρκετή προσπάθεια το χαρτί και το άνοιξε να δει τι γράφει.
«Χμμ.. Μαύρο μαγιό…καλή επιλογή…»
Ο Ντάνιελ κοίταξε το μαγιό του και πάγωσε.