Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Τα Ηλιοτρόπια


H Μάρθα Κάλαχαν κοίταξε από το παράθυρο και ήπιε λίγο από τον καφέ της. Οι δρόμοι ήταν λουσμένοι με ήλιο αλλά το βλέμμα της ήταν κενό. Εδώ και μήνες  επικρατούσε ησυχία στο σπίτι. Με τον σύζυγο της, τον Τζορτζ, λέγανε πια λίγες κουβέντες: Αν φάγανε, αν χρειάζεται κάτι το σπίτι, και έπειτα σιωπή. Ακόμα και το τηλέφωνο είχε σιγήσει. Δεν τους καλούσε πια κανείς για να πάνε σε σουαρέ, ούτε σε κάποια φιλανθρωπική εκδήλωση. Δεν έβγαιναν πια κάθε Σάββατο για φαγητό στο Μωβ Κοχύλι, ούτε πήγαιναν πια στις συναντήσεις της Λέσχης Ανάγνωσης στο καφέ Χρυσάνθεμο. Η Μάρθα αποφάσισε να παραιτηθεί από καθηγήτρια φιλολογίας στο σχολείο που δίδασκε, ο Τζορτζ από την άλλη – και αυτός φιλόλογος – αποφάσισε να συνεχίσει να διδάσκει. Σε έναν χρόνο θα έπαιρνε σύνταξη, αλλά το κυριότερο είναι ότι θα μπορούσε έστω και για λίγο να ξεχαστεί. Αλλά η Μάρθα όχι, δεν ήθελε να ξεχάσει ποτέ. 
-Είσαι έτοιμη να φύγουμε; Ρώτησε ο Τζορτζ. Η Μάρθα έγνεψε καταφατικά και πήρε ένα μπουκέτο ηλιοτρόπια που είχε αγοράσει από το ανθοπωλείο “Les Fleurs Du Cube” στο New Town νωρίτερα. 
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κλείσει το ραδιόφωνο. Δεν ήθελε να ακούγεται τίποτα στα αυτιά της. Ακόμα και η φασαρία στους δρόμους του Boxhall έμοιαζε να μην μπορεί να διαπεράσει το μονότονο βουητό του αυτοκινήτου. Ακόμα και το φοβερό μποτιλιάρισμα δεν φαινόταν να ενοχλούσε τον Τζορτζ, πατούσε ατάραχα πότε γκάζι και πότε φρένο ενώ η Μάρθα κοιτούσε με το ίδιο κενό βλέμμα από το παράθυρο. Μόλις φτάσανε στο προορισμό τους, πήρε τα ηλιοτρόπια στην αγκαλιά της.
-Σε πειράζει να περιμένεις εδώ; Ρώτησε η Μάρθα.
-Δεν πειράζει αγάπη μου, πήγαινε. 
Η Μάρθα κατέβηκε και στάθηκε για λίγο στην τεράστια πύλη του νεκροταφείου στο Plain Fields. Τα θεόρατα λευκά μάρμαρα αντανακλούσαν το καλοκαιρινό φως ενώ στην κορυφή, τα αγάλματα από δύο αγγέλους που κρατάνε μαζί έναν μεγάλο Κύβο, κοιτούσαν κάτω κατευθείαν την Μάρθα. Άνοιξε την βαριά σιδερένια πόρτα και μπήκε μέσα. 

Τα ψηλά δέντρα έδιναν δροσιά σε μια τόσο ζεστή μέρα και όμως ήταν μόνη σε ολόκληρο το νεκροταφείο. Κοντοστάθηκε σε μια μαρμάρινη πλάκα και έβαλε τα κλάματα.
-Έφερα τα αγαπημένα σου λουλούδια… Δεν σε ξέχασα… δεν μπορώ να ξεχάσω…κάθε μέρα που σου έλεγα πόσο ντρέπομαι για σένα… και τώρα λείπεις… μου λείπεις… τώρα μονάχα σιωπή… σιωπή και ντροπή… ντροπή  και ενοχές… Δεν ήσουν ποτέ δειλός… εγώ ήμουν… Συγχωρέσε με…
Έβαλε τα ηλιοτρόπια στον τάφο. Έβγαλε από την τσάντα της ένα όπλο. To έβαλε στο κεφάλι της. 
Το αίμα πετάχτηκε στην επιγραφή του τάφου: Ρέι Κάλαχαν.