Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Έκτακτη Ανάγκη

Οι σειρήνες ηχούσαν σε ολόκληρο το Plain Fields και ο Ρέι Κάλαχαν μπήκε βιαστικά στο καταφύγιο της φάρμας του. Κάθισε σε κάτι ξύλινα κουτιά και άνοιξε το ραδιοφωνάκι με μπαταρίες που είχε εκεί. «Οι πολίτες να πάνε στα καταφύγια….» έλεγε ο εκφωνητής και αφού κοίταξε αν έχει ασφαλίσει καλά η πόρτα, κάθισε σε ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο. Άρχισε να κουνάει νευρικά το πόδι του. Θα έπρεπε να έχει συνηθίσει. Οι ανεμοστρόβιλοι δεν ήταν άγνωστοι στην περιοχή Plain Fields: Οι επίπεδες αγροτικές περιοχές, τα κρύα ρεύματα του αέρα από τα βουνά Snowcall και οι θερμές υγρές αέριες μάζες από τον ωκεανό του River Bay, ήταν ο τέλειος τόπος για να δημιουργηθούν. Ειδικά τώρα τον Μάιο και Ιούνιο. Όσοι ζούσαν στην περιοχή, είχαν πλέον συνηθίσει στις προειδοποιήσεις και στις σειρήνες, αφού συνήθως δεν ήταν κάτι σοβαρό. Εκείνος όμως ανησυχούσε για την φάρμα του. Παρά τα 30 χρόνια του, είχε φτιάξει κάθε γωνιά με τα ίδια του τα χέρια. Τι θα γινόταν αν ο ανεμοστρόβιλος χτυπούσε το στάβλο με τα ζώα του; Τι θα γινόταν με τα σπαρτά του; Και ακόμα χειρότερα, τι θα γινόταν αν έπαιρνε τον  ίδιο; 
Έξω μπορούσε να ακούσει τον αέρα να σφυρίζει και οι μεγάλες στάλες βροχής να χτυπάνε την πόρτα. Όταν ήχησαν οι προειδοποιήσεις για πρώτη φορά, βρισκόταν στο μπαρ «Το χρυσό στάχυ» με κάποιους φίλους που είχαν συνηθίσει το καιρικό φαινόμενο. «Που πας; Μην είσαι δειλός ρε, δεν θα πεθάνεις» του έλεγαν. Όμως έφυγε χωρίς να απαντήσει. 
«Είναι επιβεβαιωμένο, έχουμε ανεμοστρόβιλο στο Plain Fields κατηγορίας 3 με πάνω από 230 χιλιόμετρα την ώρα» ακούστηκε από το ραδιοφωνάκι.
Όταν ήταν στο σχολείο, το ίδιο πράγμα του έλεγαν και οι νταήδες όταν τον χτυπούσαν: ότι είναι δειλός για να παλέψει μαζί τους. Κι’ έτσι το καχεκτικό λεπτό σώμα του ήταν συχνά γεμάτο με σημάδια που, πριν ακόμα φύγουν, άλλα έπαιρναν την θέση τους. Μισούσε να πηγαίνει στο σχολείο οπότε οι βαθμοί του ήταν πάντα κάτω από την βάση. Ήταν ντροπή για τους γονείς του, δυο ευυπόληπτοι καθηγητές στην μεσοαστική κοινωνία του Metropolitan, να έχουν γιο έναν τόσο κακό μαθητή. Όταν αποφάσισε να φύγει από το Metropolitan και να φτιάξει την δική του φάρμα, οι γονείς του είπαν πως θέλει να ξεφύγει από τα προβλήματα της πόλης, πως είναι δειλός.
Ο θόρυβος έξω ήταν εκκωφαντικός , η γη κάτω από τα πόδια του έτρεμε, η πόρτα χτυπούσε με μανία. Με το σώμα του κράτησε αντίσταση στην πόρτα. Μπορούσε να ακούσει αντικείμενα να χτυπάνε στο καταφύγιο του. Ένιωσε ένα βύθισμα στην κοιλιά, σαν να πέφτει από roller coaster. Η ανάσα του έγινε βαριά. Η καρδιά του χτυπούσε μανιασμένα. Αυτό ήταν. Εδώ είναι το τέλος του. Όχι, δεν θα πεθάνει έτσι. Δεν θα πεθάνει δειλός. Ανοίγει την πόρτα. Βγαίνει έξω. Και ξαφνικά απόλυτη σιωπή. Ο άνεμος σταμάτησε. Κοίταξε ψηλά. Ένα παράθυρο στον γαλάζιο ουρανό και γύρω του ένα τείχος από την καταιγίδα. Ήταν στο μάτι του κυκλώνα. Γαλήνη. «Δεν είμαι δειλός» σκέφτηκε. Ο Ρέι τινάχτηκε στον αέρα.