Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

The Box Files #6 - 11'



Γράφει: Ζ.Μ.




Η πόλη μυρίζει γκρίζο. Λάμπει με χίλια χρώματα, αλλά μυρίζει γκρίζο. Γκρίζο πηχτό, μουντό, σαν γκρίζα απάτη. Εισπνέω μέχρι το γκρίζο να ποτίσει και το τελευταίο κύτταρο μου. 
Η γκρίζα σκιά, τετράγωνη, τέλεια. 17:21. Είναι η ώρα που η σκιά Του ευθυγραμμίζεται ακριβώς με το περίγραμμα της αυλής. Της αυλής που έπαιζα μικρός. Της αυλής του σπιτιού που μεγάλωσα. Τώρα είναι οικόπεδο, γεμάτο σκουπίδια, σπασμένα μπουκάλια, σύριγγες και αδιαφορία. Ένα άδειο τετράγωνο. Μια αγκαλιά. Μια φυλακή. Άυλη μα υπαρκτή. Βαριά σαν την σκιά που την σκεπάζει. Μέσα σ’ αυτή τη σκιά γεννήθηκα και μεγάλωσα. Τετράγωνο σπίτι. Τετράγωνη ασφάλεια. Τετράγωνος τρόμος. Τετράγωνη χαρά. Τετράγωνος πόνος. Αρμονία. 


Η υστερία ήρθε αργότερα. Μετά που το τετράγωνο σπίτι παραδόθηκε στις φλόγες. Μετά τις ατέλειωτες οικογένειες που με μεγάλωσαν. Μετά τα μουντά χρόνια στο Πανεπιστήμιο που δίδασκα στο Τμήμα Ψυχολογίας, Χωρική Ικανότητα, Ψυχογεωμετρία και Νευροανάλυση Αντιληπτικών Σχημάτων. Μετά που το έχασα κι αυτό, όταν καταργήθηκε η έδρα μου ως παρωχημένη. 

Η πραγματική υστερία ήρθε αργότερα, στην τρίτη βελτίωση που ολοκλήρωσα. Ένα πραγματικό κυβικό έργο τέχνης. Τότε ήταν που ο τρόμος απλώθηκε στο Boxhall σαν ιός. Εγώ ήμουν ο τρόμος, εγώ ο ιός, εγώ το μίασμα. Κι όμως, εγώ ήμουν το όριο. Ήμουν το πλαίσιο. Ήμουν η τάξη. Ήμουν ο σωτήρας. 

Η πρώτη βελτίωση που επιχείρησα, ήταν εκείνος ο ηλίθιος λέκτορας, ο Dick Mezinki. Ετοίμαζε μια διάλεξη πάνω στην Καμπύλωση του Χωροχρόνου, όταν γύρεψα να τον συναντήσω στο γραφείο του. Προσπάθησα με υπομονή και καλή θέληση να του εξηγήσω πως ο Χωρόχρονος είναι κυβικός. Ορθές γωνίες. Όμοιες έδρες. Ίσες ακμές. Απόλυτος. Ανελέητος. Δεν με άκουσε. Με χλεύασε μάλιστα. Τον βρήκαν το άλλο πρωί σε 27 τέλεια κυβικά κομμάτια σάρκας, προσεκτικά τοποθετημένα ώστε να σχηματίζουν έναν τέλειο κύβο. Κανείς ωστόσο δεν φάνηκε να το εκτιμά. Έργο παράφρονα είπαν. Δεν κατάλαβαν. Παραφροσύνη είναι το χάος. Εγώ είμαι η Δομή. 

Η δεύτερη βελτίωση, ο Filip Summer,  ένας σαχλός ντιζάινερ που είχε το θράσος να λανσάρει την «Σφαιρική Βιβλιοθήκη», ομολογώ πως έκανε αίσθηση, έτσι όπως υποδέχτηκε το κοινό στα εγκαίνια της έκθεσής του, κυβοτισμένος. Ένα τέλειο κυβικό, ανθρώπινο οριγκάμι. 

Ωστόσο, η τρίτη μου βελτίωση, το Magnum Opus μου, ήταν αυτή που πραγματικά τάραξε τα νερά. Ήταν στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Leo De Stino, του ιδρυτή της πόλης, την υλοποίηση της οποίας είχε αναλάβει η διάσημη (χα!) γλύπτρια της μόδας, η Jinny Barthlow, η δημιουργός της τάσης Curved Abstract. 

Μπάντες παιάνιζαν κι ο κόσμος χόρευε χορούς κυκλωτικούς, παιδιά έτρεχαν τρώγοντας ζαχαρωτά μήλα, μπαλόνια πετούσαν στον ουρανό και ζευγαράκια ερωτεύονταν χαζεύοντας την πόλη από ψηλά, στην ρόδα του λούνα παρκ που είχε στηθεί για τη γιορτή. Όταν το βελούδινο ύφασμα τραβήχτηκε για να θαυμάσουν το έργο, βρέθηκαν να τους κοιτά η ρευστοποιημένη δημιουργός του –ή ότι απέμεινε από αυτή- μέσα από ένα τέλειο, διάφανο, κυβικό δοχείο από πλεξιγκλάς. Συμμετρική, εξαγνισμένη, υπέροχη!

Ακολούθησε αυτό που οι εφημερίδες ονόμασαν «Κυβομακελειό του '24». Τότε ήμουν ασταμάτητος. Ακούραστος. Αδάμαστος. Με το έργο μου πάλεψα σκληρά για το καλό των κατοίκων του Boxhall. Προσπάθησα πολύ. Να εξηγήσω. Να διδάξω. Να εξυψώσω. Να εγκυβωτίσω τη δυστυχία τους σε κάτι σταθερό. Μια αξία αναλλοίωτη. Μια τάξη θεϊκή. Μα η πόλη είναι τεράστια και όσες βελτιώσεις κι αν έκανα, το χάος πάντα νικούσε. Κανένας δεν καταλάβαινε. Ήταν ανίκανοι να σκεφτούν έξω απ’ το κουτί για να μπορέσουν να δουν τον κύβο. Είχα αρχίσει να νοιώθω μόνος. Κουρασμένος. Ηττημένος. Ένας ευεργέτης, ένας ήρωας εις τον κύβο που είναι έτοιμος να παραδοθεί. 

Τότε ήταν που μπήκε στη ζωή μου η Marion . Αρχιτέκτονας, επιμελήτρια εκθέσεων που σχεδιάζει χώρους "Εμπειρίας Μέσω Ακαταστασίας". Μεγάλα στρογγυλά γαλάζια μάτια, μαλλιά λυτά όλο μπούκλες, κρίκοι στ’ αυτιά, ατελείωτα βραχιόλια να κουδουνίζουν γλυκά στους καρπούς της. Φωνή μελωδική, που στρογγύλευε τα φωνήεντα στο τέλος κάθε πρότασης. Γυναίκα καμπύλη. 

Η θέρμη της με κύκλωσε. Κάθε στιγμή που βρισκόμουν κοντά της ένοιωθα όμορφος, σαν να περιβάλλομαι από μια σφαίρα γοητείας, μια σφαίρα που ακτινοβολεί φως. Η σκέψη μου έλιωνε κοντά στην θέρμη της, έχανε την οξύτητά της, οι ακμές μου αμβλύνονταν, η σκληρότητά μου υποχωρούσε. Ήμουν κενός, ήμουν διάτρητος και μέσα από τις τρύπες μου εισέβαλε βίαια εκείνη.  

Προσπάθησα να της μιλήσω, να εξηγήσω, να αντισταθώ. Εκείνη μου αντιμίλαγε με ολοστρόγγυλα φωνήεντα, με καμπύλα χαμόγελα. Την κοίταζα να πετά τις λέξεις σαν μπάλες στον αέρα, να τις πιάνει και να τις ξαναπετά. Κι οι μπάλες γίνονταν σφαίρες και με χτύπαγαν, με απιδομούσαν, με διέλυαν.

Ρουφάω το γκρίζο της πόλης. 17:32. Η σκιά μετατοπίστηκε. Άλλαξε σχήμα. Οι ορθές γωνίες τσαλακώθηκαν. Στέκομαι στη μέση αυτού που πια δεν είναι η αυλή μου. Ένα βρωμερό οικόπεδο. Βαθιά τα χέρια στις τσέπες μου, αγγίζω δύο μικρούς κύβους, δεμένους με λαστιχάκι. Ένα στολίδι για μαλλιά. Δεν το δέχτηκε ποτέ. Ισχυριζόταν γελώντας πως το χάος του κεφαλιού της δεν επιδέχονταν βελτίωση. Κι όμως…

 Εισπνέω μέχρι το γκρίζο να ποτίσει και το τελευταίο κύτταρο μου.