Γράφει: Miss Offeryn Pibell
«Δεν είναι παράξενο που το συγκεκριμένο Μουσείο βρίσκεται σε αυτό το σημείο της πόλης;», ρώτησε κατεβάζοντας την πίπα του ο Οράτιος Λανγκ, με την φωνή του να βγαίνει πιο βραχνή απ’ ότι συνήθως. Ανακάτεψε λίγο τα υπολείμματα του καπνού και στην συνέχεια τα αναποδογύρισε στο μαντήλι του.
«Εγώ θα έλεγα πως είναι λογικό…», του απάντησε ο νεαρός άντρας που βρισκόταν μαζί του.
«Θα περίμενα να είναι τοποθετημένο σε άλλη περιοχή και όχι στην καρδιά του Trade Center», συνέχισε κατεβάζοντας τα μάτια του στο μεταλλικό εξάρτημα που χρησιμοποιούσε για να σκαλίζει την πίπα του.
«Όσοι επισκέπτονται την πόλη για δουλειές αναζητούν αστικό τουρισμό στα διαλείμματά τους…», του εξήγησε ο νεαρός άντρας και έβγαλε ένα πλαστικοποιημένο πάσο από το πορτοφόλι του. Το έδειξε στην υπάλληλο του γκισέ των εισιτηρίων και έπειτα ένευσε στον κύριο Οράτιο να τον ακολουθήσει.
Πέρασαν κάμποση ώρα στον χώρο του μουσείου, ιδιαίτερα στην αίθουσα με τις ελαιογραφίες. Και παρ’ όλη την ηρεμία και την νοσταλγική διάθεση που εξέπεμπαν οι δύο άντρες, όσοι τους είδαν, ήταν σίγουροι πως έψαχναν κάτι.
Τον περισσότερο χρόνο τελικά, τον ξόδεψαν μπροστά από έναν συγκεκριμένο πίνακα που απεικόνιζε μια γιορτή σε κάποια πλατεία.
«Ώστε αυτός είναι…», ψέλλισε ο κύριος Οράτιος.
«Ναι. Η διάσημη Φιέστα των Αλευρόμυλων…».
«Πού να βρίσκεται άραγε αυτή η περιοχή;», απόρησε.
«Κανείς δεν έχει καταλάβει ακόμα. Το σίγουρο είναι πως ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να βρισκόταν μακριά από εδώ που στεκόμαστε. Κοιτάξτε αυτό που φαίνεται θολά στο βάθος. Ψηλά στον ουρανό…», είπε ο νεαρότερος άντρας, που έδειχνε προβληματισμένος.
Ο κύριος Οράτιος Λανγκ σήκωσε την πίπα του και την ακούμπησε στα χείλη του αδειανή. Μόλις δέκα δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε ελάχιστα το στόμα του, ώστε να ακουστούν δυο λόγια από τις σκέψεις που κατέκλυσαν τον νου του.
“Μα δεν μπορεί…”, πρόλαβε να πει πριν βυθιστεί ξανά στην περισυλλογή του προβληματισμού του.
Για λίγη ώρα δεν μιλούσε κανένας μέσα στην αίθουσα.
Την σιωπή έσπασε και πάλι ο κύριος Λανγκ:
“Εξηγήστε μου κάτι κύριε καθηγητά, παρακαλώ…”, απευθύνθηκε στον άντρα που ήταν μαζί του, “...γιατί οι γυναίκες είναι ντυμένες με αρτιότερα ρούχα από τους άντρες; και επίσης γιατί τα ζευγάρια που χορεύουν βρίσκονται στον ήλιο ενώ όλοι οι υπόλοιποι στην σκιά;”
“Ίσως αυτές είναι κάποιες λεπτομέρειες που θέλει να μας κάνει να προσέξουμε ο καλλιτέχνης”, απάντησε αινιγματικά.
“Μα βέβαια… Είναι χορός των εργατών…”, συνειδητοποίησε ο κύριος Λανγκ, “...Μια κυριακάτικη γιορτή. Πιθανότατα οι εργάτες αυτοί να ήταν των ίδιων αλευρόμυλων που έδωσαν το όνομα στον πίνακα”.
Ο καθηγητής μειδίασε.
“Είναι έτσι κύριε Χέιστινγκς;”, του ζήτησε μια επιβεβαίωση, αλλά εκείνος ανασήκωσε απλά τους ώμους.
Ο κύριος Οράτιος γέλασε και κατέβασε την πίπα του, απελευθερώνοντας και πάλι τα λόγια του, χρησιμοποιώντας την παράλληλα για να δείξει αυτό που ήθελε πάνω στον πίνακα.
“Να εδώ… επάνω από τα κεφάλια τους, είναι σίγουρα κάποιο αερόστατο, πολύχρωμο, που αιωρείται”, στράφηκε ξανά στον καθηγητή, λαμβάνοντας μόνο ένα χαμόγελο ως απάντηση. Οπότε συνέχισε: “...ή ένα μεγάλο μπαλόνι των παλιών καιρών”.
“Κοιτάξτε πιο προσεκτικά…”, τον παρότρυνε ο κύριος Χέιστινγκς.
“Α, ξέρω την υπόθεση. Γνωρίζω καλά τι σκέφτεστε, όμως δεν μπορεί να είναι ο…”, επέμεινε ο κύριος Λάνγκ ψιθυριστά, χωρίς να ολοκληρώσει την πρότασή του.
Ο καθηγητής του χάρισε ένα συγκαταβατικό νεύμα.
“Ο πίνακας αυτός επιβεβαιώνει την θεωρία μου, αγαπητέ μου Οράτιε. Διατρανώνει την τελευταία μου έρευνα, αυτήν που παρουσίασα στο συνέδριο”, είπε ο κύριος Χέιστινγκς και το πρόσωπό του φώτισε από ενθουσιασμό.
Ό κύριος Οράτιος τοποθέτησε ξανά την πίπα του στην τσέπη του και, όταν έβγαλε το χέρι του, κρατούσε ένα άλλο εξάρτημα. Θύμιζε δείκτες ρολογιού, αποκολλημένους από την βάση τους, σε θέση δύο παρά δέκα, με το δευτερολεπτοδείκτη να βρίσκεται νοητά καρφωμένος στο δώδεκα.
Έμοιαζε με ένα εργαλείο που θα χρησιμοποιούσαν οι καπνιστές για να καθαρίζουν και να συντηρούν την πίπα τους, προσπαθώντας να κάνουν την συνήθειά τους όσο το δυνατόν λιγότερο ενοχλητική για τους γύρω τους.
Κοίταξε βαθιά στα μάτια τον κύριο Χέιστινγκς, πριν επιστρέψει την προσοχή του στον πίνακα.
Πέρασε κάμποση ώρα. Συμβουλεύτηκε το ρολόι που είχε στην τσέπη του. Ήταν σχεδόν ώρα για το απογευματινό του τσάι.
Κοίταξε γύρω του και η αίθουσα είχε αδειάσει ξαφνικά. Κάποιοι είχαν αποχωρήσει βιαστικά, κάποιοι άλλοι τρέχοντας, κάποιοι ούρλιαζαν στα διπλανά δωμάτια του μουσείου.
Και σαν οι αλλαλαγμοί κόπασαν, ο κύριος Λανγκ σκούπισε καλά το εργαλείο με το μαντήλι του.
Είχε ήδη φτάσει η αστυνομία.
Πλησίασε και έριξε μια τελευταία ματιά στην Φιέστα των Αλευρόμυλων. Σαν κάτι να μην του κολλούσε. Σαν να έψαχνε να διακρίνει κάτι ακόμα. Και έπειτα, κρατώντας καλά ριζωμένη την νοσταλγία στο βλέμμα του απόρησε, χαμηλόφωνα:
“Πότε έγινε έτσι το Boxhall; Πώς άλλαξαν τόσο οι Κυριακές;”
