Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

The Box Files #4 - Joan

 



Γράφει: Cassandra P.


Το καφέ ρεστοράν «Nest» ήταν το στολίδι του Bird, του πιο ψηλού κτιρίου στο Boxhall. Βρισκόταν στον τελευταίο όροφο. Είχε γυάλινους θολωτούς τοίχους για ανεμπόδιστη θέα και ήταν το μέρος όπου οι ισχυροί της πόλης έδιναν ραντεβού κι έκλειναν συμφωνίες εκατομμυρίων.
Η Joan Carnegie καθόταν σε ένα από τα τραπέζια κοντά στην τζαμαρία που έβλεπε νότια, προς το Riverstone. Τραβούσε τα βλέμματα των υπόλοιπων θαμώνων.
Φορούσε ένα λευκό ταγέρ, μια πολυτελής γούνινη εσάρπα περασμένη στον αριστερό ώμο, ένα κομψό καπέλο που σκίαζε το πρόσωπό της και μεγάλα μαύρα γυαλιά. Ήταν η επιτομή της κομψότητας. Αλλά και της γοητείας. Καστανά ως τον ώμο μαλλιά. Έντονα κόκκινα χείλη. Λεπτή σιλουέτα. Σίγουρα δεν θα μπορούσες να αντισταθείς σε μια γυναίκα σαν την Joan. Κι όμως μια αδιόρατη αύρα μυστηρίου την περιέβαλλε. Τι ιστορία έκρυβε άραγε αυτή η αψεγάδιαστη εμφάνιση;


Ναι κανείς δεν ήξερε στην πραγματικότητα ποια ήταν η Joan Carnegie. Είχε εγκατασταθεί πρόσφατα σε ένα πανάκριβο διαμέρισμα ρετιρέ του καζίνο Pallas και τα βράδια της τα περνούσε συνήθως στο μπαρ, στο ισόγειο. Πάντα μόνη. Με ένα ποτήρι σαμπάνια. Κι αν κάποιος την πλησίαζε για να της προσφέρει την παρέα του, τον απέφευγε ευγενικά. Είχαν αρχίσει να διαδίδονται φήμες. Ότι τάχα ήταν κόρη μεγιστάνα πρόσφατα διαζευγμένη που είχε έρθει στο Boxhall για να ξεχάσει. Άλλοι υποστήριζαν πως πίσω από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά κρυβόταν μια σταρ του κινηματογράφου που ταξίδευε ινκόγκνιτο. Κάποιοι μιλούσαν για μια γυναίκα με σκοτεινό παρελθόν που έψαχνε εκδίκηση. Κανείς δεν ήξερε με σιγουριά.
Εκείνο το απόγευμα η Joan είχε κλείσει τραπέζι για δύο. Ήταν η πολλοστή φορά που θα γευμάτιζε στο Nest. Το προσωπικό είχε συμφωνήσει ότι μάλλον ήταν πολύ ικανοποιημένη από το φαγητό και το σέρβις για να το επισκέπτεται τόσο συχνά. Άλλωστε υπήρχαν τόσα άλλα καλά εστιατόρια στην περιοχή. Βέβαια κανένα δεν είχε τη θέα του Nest αλλά δεν έπαυαν να είναι εξίσου καλά. Επίσης είχαν μεγάλη περιέργεια για τον καλεσμένο της αφού πάντα γευμάτιζε μόνη. Τα στοιχήματα για το ποιόν του έπαιρναν κι έδιναν πίσω από την πόρτα της κουζίνας.
Παράγγειλε ένα ποτήρι λευκό κρασί και ζήτησε να δει τον μετρ.
O Alex Dell στεκόταν στην υποδοχή  κοντά στην είσοδο για να επιβλέπει το χώρο και να φροντίζει για την ομαλή ροή των επισκεπτών. Φορούσε ένα άψογα κομμένο μαύρο κοστούμι. Ήταν μετρ στο Nest τα τελευταία τρία χρόνια. Η καλύτερη επιλογή ανάμεσα σε δεκάδες υποψήφιους που είχαν αιτηθεί για τη θέση. Συνδύαζε με μοναδική μαεστρία την τέχνη της φιλοξενίας με την τελειότητα του σέρβις. Είχε
προσέξει την Joan από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της εκεί. Μια γυναίκα άγνωστη και προπαντός ασυνόδευτη έχριζε ιδιαίτερης προσοχής. Δεν θα διακινδύνευε την φήμη του εστιατορίου του. Φρόντιζε να την έχει υπό στενή παρακολούθηση τις ώρες που σύχναζε στο Nest αλλά και να μάθει, όσα τέλος πάντων μπορούσε να μάθει γι’ αυτήν. 
Η έλλειψη επαφής της με οποιονδήποτε του έκανε ναι μεν εντύπωση, τον καθησύχαζε όμως.
Μόλις ενημερώθηκε ότι τον είχε ζητήσει έσπευσε στο τραπέζι της.
Η Joan απολάμβανε τη θέα πίνοντας μια γουλιά από το κρασί της.
Έσκυψε ελαφριά προς το μέρος της.
«Παρακαλώ! Σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος;»
«Καθήστε» του απάντησε χαμογελώντας ευγενικά κι έτεινε το χέρι δείχνοντας την καρέκλα απέναντί της.
Ο Alex προς στιγμήν ξαφνιάστηκε αλλά η εμπειρία του, του επέτρεψε να απαντήσει αστραπιαία καλύπτοντας κάθε έκφραση απορίας.
«Φοβάμαι ότι ούτε η θέση μου ούτε η ώρα ….»
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του η Joan έβγαλε τα μεγάλα μαύρα γυαλιά
της και τα ακούμπησε στο τραπέζι. Τον κοίταξε στα μάτια.
«Επιμένω» η φωνή της βγήκε τώρα πιο σοβαρή, σχεδόν επιτακτική.
Σαν υπνωτισμένος πήρε θέση στην καρέκλα απέναντι της. Ένιωθε άβολα. Δεν προσπαθούσε πια να καλύψει την απορία του. Άφησε το βλέμμα του να ακολουθεί κάθε της κίνηση.
«Θα πιείτε κάτι;» συνέχισε η Joan σε πιο χαλαρό τόνο. Φαινόταν να διασκεδάζει με την όψη του Alex.
«Δεν νομίζω…»
«Καλά, καλά, ξέρω. Δεν αρμόζει στη θέση σας και λοιπά και λοιπά» τον διέκοψε για άλλη μια φορά γέρνοντας ελαφριά προς το μέρος του και κλείνοντας τις χούφτες της τη μια μέσα στην άλλη. Στο δεξί της καρπό λαμποκοπούσε ένα διαμαντένιο βραχιόλι.
«Λοιπόν, για να μην σας κρατώ άλλο σε αγωνία να σας συστηθώ: λέγομαι Joan Carnegie και είμαι η νέα ιδιοκτήτρια του Nest».
Η μουσική έπαιζε χαμηλά ένα τζαζ κομμάτι. Ο Alex ζήτησε να πιει νερό.