To ανθοπωλείο “Fleurs du Cube” βρισκόταν σε μια γωνία του New Town. Τα λουλούδια που ήταν με προσοχή στολισμένα στο πεζοδρόμιο και κρεμασμένα στη βιτρίνα, πλημμύριζαν όλη την γειτονιά με αρώματα και χρώματα. Παρά το μικρό του μέγεθος, ήταν διάσημο σε ολόκληρο το Boxhall γιατί μπορούσες να βρεις ακόμα και τα πιο σπάνια ή τα πιο περίεργα λουλούδια στον κόσμο και ήταν ανοιχτό μέχρι τα μεσάνυχτα.
Η Σάρα Ρίβερς έσπρωξε την μικρή ξύλινη κόκκινη πόρτα του Fleurs du Cube και μπήκε βιαστικά. To κουδουνάκι της πόρτας έβγαλε έναν ζωντανό παιχνιδιάρικο ήχο που ακούστηκε σε όλο το ανθοπωλείο. Πήρε μερικές ανάσες. Έτρεχε στον δρόμο γιατί έφταναν τα μεσάνυχτα και σε λίγη ώρα θα έκλεινε. Κοίταξε γύρω της μα μέσα δεν έβλεπε κανέναν. Μονάχα φυτά και λουλούδια σε κάθε γωνιά του μαγαζιού, τόσα πολλά που μετά βίας περνούσαν τα φώτα του δρόμου και νόμιζες ότι ξαφνικά βρέθηκες σε πυκνή βλάστηση.
Έκανε δυο βήματα χαζεύοντας τα λουλούδια δεξιά και αριστερά. Ένας κατιφές επιδείκνυε περήφανα το άνθος του ενώ ακριβώς δίπλα οι πανσέδες έμοιαζαν με πολύχρωμη κουρτίνα. Απέναντι ένα σαρκοφάγο φυτό έκλεινε ανάμεσα στα φύλλα της μια αράχνη που μάταια προσπαθούσε να γλυτώσει. Τα πόδια της που εξέχαν, τρεμόπαιζαν με αγωνία.
-Μπορώ να σας βοηθήσω; ακούστηκε μια βαθιά φωνή πίσω της και η Σάρα έβγαλε μια κραυγή τρόμου. Συγνώμη… δεν ήθελα να σας τρομάξω! Ονομάζομαι Μαρσέλ Νουάρ!
Η Σάρα γύρισε το κεφάλι της και είδε έναν γεράκο γύρω στα 72 στα μαύρα, ψηλό, κοκκαλιάρη, χωρίς μαλλιά και γένια. Τα μάτια του είχαν διαφορετικά χρώματα: Το ένα ήταν καφέ, γεμάτα ζωηράδα και το άλλο γκρι ανοιχτό, έμοιαζε ακίνητο σαν νεκρού. Δίχως άλλο, ήταν γυάλινο.
-Θα ήθελα κάποιο λουλούδι για δώρο… ψέλλισε η Σάρα. Θεωρείτε ότι αυτός ο κατηφές είναι καλό;
-Πολύ όμορφος όντως… είπε ο κύριος Μαρσέλ και η φωνή του μαλάκωσε. Μόλις μας άνθισε και το χρώμα του είναι πραγματικά εντυπωσιακός… Είσαι πανέμορφος… ψιθύρισε στο λουλούδι και η Σάρα εντυπωσιάστηκε από το πόσο ευγενικός είναι με τα λουλούδια.
-Ξέρετε, η καλύτερη μου φίλη έχει γενέθλια και αγαπάει ιδιαίτερα τα λουλούδια…
Ξαφνικά ο κύριος Μαρσέλ πάγωσε. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια ερευνητικά. Το γυάλινο μάτι του έμοιαζε σαν να σκαλίζει μέσα της και ένιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνάει ολόκληρο το κορμί της.
-Δεσποινίς μου, αν θέλετε την συμβουλή μου, μπορείτε να της πάρετε κρίνα… είπε με ήρεμη φωνή και χαμογέλασε.
-Κρίνα; Μα δεν έχουμε κηδεία, γενέθλια έχουμε.
-Ακούστε την συμβουλή μου. Επιμένω. Ο Κύριος Μαρσέλ χαμογέλασε. Κατευθύνθηκε πιο βαθιά στο μαγαζί και έπιασε μερικά δροσερά κρίνα. Με τα μακριά λεπτά δάχτυλά του έφτιαχνε με περισσή φροντίδα το μπουκέτο σε ένα μωβ περιτύλιγμα και οι κινήσεις του στην λευκή κορδέλα ήταν πολύ λεπτές και προσεχτικές. Το βλέμμα της Σάρας έπεσε στο σαρκοφάγο φυτό που είδε νωρίτερα. Πλέον τα πόδια της αράχνης δεν κουνιόταν.
-Είστε έτοιμη… είπε ο κύριος Μαρσέλ Νουάρ με ένα πλατύ χαμόγελο.
Η Σάρα πήρε τα λουλούδια, τον ευχαρίστησε θερμά και βγήκε έξω. Με γρήγορο βήμα πήγε ως το επόμενο τετράγωνο και έπειτα σταμάτησε. Πήρε δυο βαθιές ανάσες. Τι περίεργη εμπειρία και αυτή. Το τηλέφωνο της χτύπησε και απάντησε:
-Έλα, τώρα θα πάω σπίτι της, πήρες εσύ την τούρτα; Τι; Είναι νεκρή; Ατύχημα; Πότε, πως;
.png)
