Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Boxhowl #4 - Αντανάκλαση

 



H Έβελιν Μπρούκς έκανε δυο βήματα πίσω και τον κοίταξε. Σίγουρα έγερνε λίγο από δεξιά. Πλησίασε, έκανε δυο μικρές διορθωτικές κινήσεις και έπειτα ξανά δυο βήματα πίσω. Τα μάτια της έλαμψαν και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Μεγάλος, τετράγωνος, με έναν σκαλιστό μεγάλο Κύβου στην κορυφή και τριγύρω λουλούδια χρυσά. Είχε βρει τον καθρέφτη λίγο νωρίτερα το βράδυ στα σκουπίδια καθώς γύριζε από την δουλειά. Άραγε ποιος να το πέταξε; Λίγη σημασία είχε για εκείνη. Άλλωστε τα σκουπίδια ενός, είναι ο θησαυρός κάποιου άλλου. Έτσι λένε. Το μόνο σίγουρο ήταν πως ήταν ακριβώς αυτό που έλλειπε στον άδειο τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της. Κοιτάχτηκε λίγο και γύρισε τα μαύρα της μαλλιά πίσω από τα αυτιά της. Πήρε το ντεμακιγιάζ και άρχισε να ξεβάφεται. Έτριψε δυνατά να φύγει το μολύβι από τα μάτια της όταν είδε από το καθρέφτη μια σκιά να περνάει γρήγορα στο διάδρομο. Έστριψε κατευθείαν το κεφάλι της. Κανείς. Ίσως ήταν παιχνίδι των ματιών από το τρίψιμο. Πήγε στο μπάνιο, άνοιξε το φως και τσέκαρε αν υπάρχει ζεστό νερό. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα της αν και ένιωθε λίγο περίεργα. Μπήκε στη μπανιέρα, άνοιξε το καυτό νερό και μπήκε από κάτω. Καθώς ο ατμός απλωνόταν στο μπάνιο, ένιωθε όλη την κούραση της ημέρας να φεύγει. Και όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς. Κοίταξε στο καθρέφτη του μπάνιου, έμοιαζε σαν να καθρεφτίζεται μια σκιά που την παρακολουθεί. Προσπάθησε να δει καλύτερα μέσα από τους ατμούς αλλά με μια απότομη κίνηση χάθηκε. Ήταν οι ατμοί; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Βγήκε φανερά ταραγμένη. Έβαλε το μπουρνούζι της και σκούπισε καλά τα μαλλιά της. Έβαλε τις πιτζάμες και τις παντόφλες της. Πήγε στην κουζίνα, έβαλε γάλα με δημητριακά και άρχισε να τρώει. Όμως η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, υπήρχε ακόμα έντονη. Από την άκρη του ματιού της έβλεπε να καθρεφτίζεται η ίδια σκιά στην πόρτα του ψυγείου και όταν γύριζε να κοιτάξει, η σκιά πηδούσε στο καθρέφτισμα του γυάλινου ντουλαπιού και όταν πάλι γύριζε το βλέμμα της εκεί, πηδούσε στο γυαλί του φούρνου, σε όλες τις επιφάνειες που καθρέφτιζαν. Παράτησε το βραδινό της και πήγε να ξαπλώσει. Στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη που είχε κρεμάσει νωρίτερα. Πότε έβγαλε πάλι αυτό το σπυράκι; Πλησίασε πιο κοντά για να δει καλύτερα. Δεν ήταν ακόμα έτοιμο να το σπάσει. Ξαφνικά της ήρθε μια ανατριχίλα. Ένιωσε ότι αυτό που βλέπει στον καθρέφτη, δεν είναι το δικό της είδωλο. Ήταν σίγουρο ότι δεν ήταν αυτή, εκείνη ανοιγόκλεινε τα μάτια της ενώ το είδωλο στο καθρέφτη όχι. Έβγαλε μια κραυγή.
Κατεβάζει τον καθρέφτη από τον τοίχο και όπως ήταν με τις πιτζάμες και τις παντόφλες, κατέβηκε κάτω από το σπίτι της και τον άφησε δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Μόλις ανέβηκε στο σπίτι της, αυτή η περίεργη αίσθηση που είχε νωρίτερα, είχε φύγει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και κοίταξε τον άδειο τοίχο. Καλύτερα άδειος, παρά αυτή η συνεχής αίσθηση παρακολούθησης. Άπλωσε το χέρι της να σβήσει το φως και είδε την σκιά να καθρεφτίζεται στο μεταλλικό πορτατίφ.