Ήταν ένα παγωμένο βράδυ στο Boxhall. Αλλά ο Ντάνιελ Ρόου δεν μπορούσε να πάει στο σπίτι του σήμερα, τον έπνιγε, ήθελε να περπατήσει. Δεν είχε ιδέα πόσα χιλιόμετρα είχε κάνει μέχρι να φτάσει στο San Marine. Αλλά απόψε ήθελε να βρίσκεται εκεί. Κάθισε σε ένα παγκάκι απέναντι από το μνημείο του Sea Monster και το κοίταξε με ένα κενό βλέμμα. Στεκόταν εκεί ψηλά, φτιαγμένο από σίδερο που είχε οξειδωθεί από την αλμύρα της θάλασσας και ήταν δυο κύματα που σπάνε και από την μέση βγαίνει ένα κοχύλι. Όταν περνούσε από μέσα ο αέρας, έμοιαζε σαν να ακούγεται ο ήχος του πλοίου που χαιρετά το λιμάνι. Μέσα σε αυτό το πλοίο που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς χωρίς να βρεθεί το παραμικρό ούτε από το πλοίο, ούτε από τους επιβάτες, ήταν και η δίδυμη αδερφή του Ντάνιελ. Και σαν σήμερα θα γιόρταζαν μαζί τα γενέθλια τους.
Το κινητό του δονήθηκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη και κοίταξε το μήνυμα που του ήρθε.
«Χρόνια Πολλά».
Ο Ντάνιελ κοίταξε τον αποστολέα και πάγωσε. Ήταν από την Γκαμπριέλα.
.png)