Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Boxhall Elections 2025 #2 - Αλεξάντερ Κάιν

 


Γράφει : (Οι ιστορίες των υποψηφίων δημάρχων έχουν γραφτεί από διαφορετικά πρόσωπα. Το όνομα του κάθε συγγραφέα θα αποκαλυφθεί μετά το τέλος των εκλογών, με την ανακήρυξη του νέου Δημάρχου) 


Ο Αλεξάντερ Κάιν, διέσχιζε οδικώς τη γέφυρα του Box για να περάσει από την περιοχή του Downtown στο Trade Center. Την ολοκαίνουρια Royce του οδηγούσε ο έμπιστος σοφέρ του, ο Τεντ. Ο ίδιος καθόταν στο πίσω κάθισμα. Κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο και χωρίς να πάρει το βλέμμα του ρώτησε:  

Καλά πήγε σήμερα, δεν συμφωνείς Τεντ;

Μάλιστα κύριε, ήταν η λιτή απάντηση του σοφέρ.

Ο Αλεξάντερ χαμογέλασε. Λεπτές γραμμές σχηματίστηκαν πάνω από τα ροδαλά μάγουλά του. Συνέχισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Τον κόσμο, την πόλη, τον ουρανό. Όλα αυτά σύντομα θα ήταν δικά του. Ήταν σίγουρος. Η ομιλία  του είχε πάει περίφημα. 

Μόλις ένας μήνας είχε περάσει από την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του για τη δημαρχία του Boxhall. Ήταν ήδη γνωστός στους επιχειρηματικούς κύκλους της πόλης αλλά το ευφυές μυαλό του σε συνδυασμό με την ευφράδεια λόγου του αποκάλυπταν μια ηγετική φυσιογνωμία η οποία τον είχε βοηθήσει να ανέβει ψηλά στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Επιπλέον έχαιρε τεράστιας υποστήριξης από τα πιο δημοφιλή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Με το αζημίωτο φυσικά. Και μετά τη σημερινή ομιλία του στην κεντρική πλατεία του Downtown όπου είχαν μαζευτεί χιλιάδες κόσμου θα έλεγε κανείς με σιγουριά ότι ήταν το απόλυτο φαβορί. Από τους λοιπούς υποψήφιους κανείς έως τώρα δεν είχε ανάλογες επιτυχίες. Ήταν φανερό πως δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. 

Η Royce σταμάτησε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Με μια γρήγορη κίνηση κούμπωσε το σταυρωτό γκρι σακάκι του πανάκριβου κουστουμιού του δια χειρός Τζίτζι ντε Φέρο και προχώρησε προς την είσοδο του Bird. Ψηλός κι ευθυτενής, στην πορεία έκανε μια δυο στάσεις ανταλλάσσοντας βιαστικές αλλά ένθερμες χειραψίες με περαστικούς που τον αναγνώριζαν και ήθελαν να του μιλήσουν για να τον συγχαρούν για την υποψηφιότητά του. Το χαμόγελο ήταν μόνιμο στα χείλη του. Χαιρέτησε τον θυρωρό με το μικρό του όνομα ενώ έμπαινε στο μεγαλοπρεπές κτίριο του Bird. Σχεδόν ταυτόχρονα άρχισε να νιώθει αλλεπάλληλες δονήσεις από το κινητό του που ήταν φυλαγμένο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Δεν αντέδρασε. Κοίταξε το Bolex του. Η ώρα ήταν τρεις και πέντε πρώτα λεπτά. Η πρώτη δημοσίευση για την επιτυχία της ομιλίας του ήταν προγραμματισμένη να βγει στο Boxhall Review στις τρεις ακριβώς. Είχε φροντίσει γι’ αυτό  το γραφείο επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων της εταιρείας που είχε αναλάβει την προεκλογική του εκστρατεία. Σίγουρα θα επρόκειτο για σχόλια, μηνύματα και πιθανόν ευχαριστήρια των χορηγών. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και πέρασε μέσα. Πάτησε τον αριθμό 48. Η πόρτα έκλεισε. Οι δονήσεις για λίγο έπαψαν. Το κινητό δεν είχε σήμα μέσα στο ασανσέρ. Ξεκούμπωσε κι έβγαλε το σακάκι του. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και πάλι. Μ’ ένα βήμα βρέθηκε στο γραφείο του. Τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα. 

Όταν τελικά μετά από ώρες ο Αλεξάντερ έμεινε μόνος αποφάσισε να δει τα μηνύματα στο κινητό του. Όπως το περίμενε. Αμέτρητα συγχαρητήρια κι ευχές για νίκη. Συνέχιζε να κάνει scroll ώσπου η ματιά του έπεσε σε μια λιγότερο μακροσκελής φράση: «Ξέρω τι έκανες!» Πάγωσε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι διάβασε σωστά. Το χέρι του κατευθύνθηκε μηχανικά  προς το λαιμό του. Τράβηξε τον κόμπο της γραβάτας. Σειρά είχε το ντουλάπι με τα ποτά. Το άνοιξε. Πήρε από μέσα ένα μπουκάλι Famous Boxholic Finest Whisky. Πήρε κι ένα κρυστάλλινο χαμηλό ποτήρι. Το γέμισε μέχρι τη μέση και το κατέβασε μονορούφι. Έβαλε δεύτερο. Πρόσθεσε και δύο παγάκια. Κρατώντας το ποτήρι σωριάστηκε στην πολυθρόνα δίπλα στην τζαμαρία. Έξω είχε ήδη σκοτεινιάσει. Τα φώτα της πόλης απλώνονταν μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια. Βρέθηκε στο New Town 30 χρόνια πριν. 

Το New Town ήταν τότε μια μικρή συνοικία μεταναστών στα προάστια του Boxhall. Ο Αλεξάντερ ήταν μόλις 18 χρονών μα ήδη γεμάτος φιλοδοξίες. Δούλευε σε ένα μικρό καφέ που ανήκε στον πατέρα του κολλητού του, του Ρίτσαρντ  για να μαζέψει λεφτά και να φύγει μόλις τέλειωνε το σχολείο. 

Τότε γνώρισε την Άννα. «Λα μπέλα Άννα». Είχε έρθει με τους γονείς της από την Ιταλία λίγα χρόνια νωρίτερα. Ήταν λίγο μεγαλύτερή του και δούλευε στο μαγαζί με τα ρούχα απέναντι από το καφέ. Την ήθελε. Πολύ. Κι ένα βράδυ την έκανε δική του. 

Είχε πιεί αρκετά στο πάρτυ που έκανε ο Ρίτσαρντ για τα γενέθλιά του. Θυμόταν ακόμα καθαρά τη φωνή της να τον εκλιπαρεί ενώ το σώμα της πάλευε να ξεφύγει: « Άφησέ με!!! Σε παρακαλώ….». 

Κανείς δεν την ξαναείδε. Φήμες έλεγαν πως είχε κλεφτεί μ’ έναν νεαρό που δεν ενέκρινε ο πατέρας της. Άλλοι πάλι πως είχε ερωτική απογοήτευση και χάθηκε στα παγωμένα νερά του Riverstone. Ο Αλεξάντερ λίγο αργότερα έφυγε για πάντα από το New Town.

Το κινητό του άρχισε πάλι να δονείται τραβώντας τον απ’ τις σκέψεις του. Η οθόνη έλαμψε στο σκοτάδι. 

« Όλα θα βγουν στο φως!» 

Ακολουθούσε ένα αρχείο βίντεο. Πάτησε Play. Η εικόνα τρεμόπαιξε. Σε μια παλιά VHS εγγραφή από το 1995 είδε τον εαυτό του νέο, να γελάει, να τραβάει με δύναμη μια κοπέλα σε ένα στενό ενώ έβαζε το χέρι του στο στόμα της για να πνίξει τις φωνές της. 

Το κρυστάλλινο ποτήρι γλίστρησε απ’ το χέρι του κι έγινε χίλια κομμάτια. Σηκώθηκε απότομα. Πήγε προς την τζαμαρία. Έψαχνε απεγνωσμένα να την ανοίξει, να μπει αέρας, να συγκρατήσει τα σωθικά του. Κοκάλωσε. Μπροστά του στο τζάμι δεν έβλεπε πια τον λαμπερό υποψήφιο δήμαρχο. Μόνο ένα μικρό κυρτό ανθρωπάκι.

Κι εκεί στον 48ο όροφο του Bird, ο Αλεξάντερ Κάιν κατάλαβε πως η νίκη είχε ήδη χαθεί, πολύ πριν την αναμέτρηση... Ή μήπως όχι;