Ήταν άλλη μια βαρετή βραδιά στο εργοτάξιο του Άλαν Τρέντ. Από τότε που αποφάσισε να συνεχίσει η κατασκευή του Apex, το νέο ψηλότερο κτίριο στο Boxhall, ο Σαμ Χάρις είχε προσληφθεί ως νυχτοφύλακας για να προσέχει τον χώρο. Είχε φυσικά ακούσει για τα φαντάσματα, τους μυστηριώδεις θανάτους και τα υπόλοιπα μεταφυσικά που σταμάτησαν την κατασκευή, αλλά δεν τα πίστευε και πολύ αυτά τα πράγματα. Άλλωστε είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά, με ένα νεογέννητο μωρό στο σπίτι, τα έξοδα είχαν ανέβει κατακόρυφα. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν 23:57. Ακόμα 6 ώρες μέχρι να σχολάσει. Έβγαλε το τοστάκι του για να φάει και κοίταξε την κάμερα. Η βροχή που έπεφτε πάνω στην λαμαρίνα του κουβουκλίου του, δημιουργούσε έναν μονότονο θόρυβο. Πάλι θα γέμιζε όλο το εργοτάξιο με λάσπη, ευτυχώς που φορούσε γαλότσες. Έριξε άλλη μια ματιά στην κάμερα όταν είδε ότι δεν δείχνει τίποτα. Κοίταξε από το παράθυρο να δει τι συμβαίνει αλλά ξαφνικά και οι λιγοστοί προβολείς έσβησαν. Έβαλε γρήγορα το αδιάβροχο του και άρπαξε τον φακό του. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στη βροχή. Μέσα από το θόρυβο της βροχής που συνεχώς δυνάμωνε άκουσε βαριές αλυσίδες να σέρνονται. Με νευρικές κινήσεις έστρεφε τον φακό του γύρω του, μα τίποτα δεν φαινόταν. Μια αστραπή φώτισε για λίγο το εργοτάξιο. Και ήταν εκεί, μερικές φιγούρες με μαύρους μανδύες και χοντρές αλυσίδες στο λαιμό στέκονταν μερικά μέτρα μακριά του. Έστρεψε τον φακό προς το μέρος τους να δει τα πρόσωπά τους αλλά το φως γύρισε πίσω και τυφλώθηκε. Είναι δίχως άλλο τα φαντάσματα που λέγανε οι ιστορίες, σκέφτηκε.
-Ποιοι είστε; Φώναξε όσο πιο αποφασιστικά μπορούσε. Αλλά το ελαφρύ τραύλισμα της φωνής του πρόδιδε τον φόβο του. Οι φιγούρες δεν απάντησαν. Έβγαλε το όπλο του να τους σημαδέψει αλλά το χέρι του έτρεμε τόσο πολύ, που το όπλο έπεσε μέσα στις λάσπες. Άρχισαν να τον πλησιάζουν απειλητικά. Έκανε βήματα προς τα πίσω, μέχρι που σκόνταψε και έπεσε στο έδαφος. Οι φιγούρες στάθηκαν από πάνω του, φορούσαν μάσκες από καθρέφτη. Στο πρόσωπό τους έβλεπε το δικό του πρόσωπο. Τρομοκρατημένο και γεμάτο λάσπες.
-Σας παρακαλώ… Έχω οικογένεια… παρακάλεσε τραυλίζοντας.
Ο ένας από αυτούς έβγαλε την χοντρή αλυσίδα από το λαιμό του με αργές κινήσεις. Την πέρασε στον λαιμό του Σαμ.
-Σπάσε τα δεσμά του Κύβου… είπε η φιγούρα ψιθυρίζοντας.
Το ξημέρωμα είχε σταματήσει η βροχή. Ο Τομ Κάρτερ πάρκαρε έξω από το εργοτάξιο του Apex. Πήρε την βάση με τους δυο καφέδες, έναν για εκείνον για να ξυπνήσει πριν πιάσει δουλειά και έναν για τον Σαμ, μετά από την νυχτερινή βάρδια σίγουρα θα τον χρειαζόταν. Βρήκε την πόρτα του εργοταξίου ορθάνοιχτη. Περίεργο. Μπήκε μέσα με αργά βήματα και κοίταξε τριγύρω. Επικρατούσε μια ανατριχιαστική ηρεμία. Γύρισε το κεφάλι του και είδε τον Σαμ πεσμένο μέσα στις λάσπες. Έτρεξε κοντά του. Ήταν νεκρός. Γύρω από τον λαιμό του ήταν μια βαριά αλυσίδα και στο πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρόμου. Και στο στήθος του ήταν μια σφραγίδα με έναν κύβο με αλυσίδες που σπάνε.
.png)

.png)

.png)

